ἀπρόσθετος

ἀπρόσθετος
ἀπρόσ-θετος, ον,
A not added to, Theol.Ar.30.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπρόσθετος — not added to masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρόσθετος — η, ο (Α ἀπρόσθετος, ον) [προστίθημι] αυτός που δεν έχει προστεθεί, δεν έχει συμπεριληφθεί στην πρόσθεση αρχ. εκείνος που δεν έχει αυξηθεί με πρόσθεση …   Dictionary of Greek

  • ἀπρόσθετοι — ἀπρόσθετος not added to masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”